Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

13 Δεκ 2016

Ο ΤΑΚΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ



"Το χιόνι αντικαθιστά τη σιωπή
 όμως κάτω από το χιόνι
 ακούει κανείς μιαν άλλη σιωπή
 πιο πένθιμη, πιο βαθιά, πιο διαρκή".
                                       Τ.Β.

Ο ποιητής Τάκης Βαρβιτσιώτης υπήρξε άνθρωπος της πόλης. Το Μέγαρο Βαρβιτσιώτη, όπου πέρασε σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του, βρίσκεται σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Θεσσαλονίκης. Το ερώτημα που γεννιέται στον αναγνώστη των ποιημάτων του είναι πώς ένας άνθρωπος που ζει στο κέντρο μιας μεγαλούπολης, μέσα στον θόρυβο, την κίνηση των αυτοκινήτων και την πολυκοσμία, μιλά στο έργο του για τη φύση με τρόπο που δεν μπορούν να μιλήσουν ή δεν έχουν μιλήσει άλλοι ποιητές, που έχουν μεγαλώσει σε χωριά και αγροτικές περιοχές, μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Η υποψία μου είναι ότι η φύση έχει εξιδανικευτεί στο έργο του, έτσι που να μοιάζει με έναν κόσμο ιδεών και συναισθημάτων. Με τον ίδιο τρόπο άλλοι ποιητές εξιδανικεύουν ή μυθοποιούν το αστικό τοπίο και περιβάλλον, τους πολυσύχναστους δρόμους, τα πολυώροφα κτίρια, τους χώρους εργασίας.

Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ορίζουν και ταυτόχρονα δεν ορίζουν κάτι συγκεκριμένο. Γράφει «βροχή» αλλά δεν εννοεί τη βροχή. Γράφει «πουλιά» και δεν εννοεί τα πουλιά. Γράφει «χιόνι» και δεν εννοεί το χιόνι αλλά τη λευκότητα και έμμεσα την αθωότητα. Ή τον θάνατο. Εκμεταλλεύεται, περισσότερο και από την ίδια τη σημασία της, τους συνειρμούς που προκαλεί η λέξη σ’ εκείνον που την ακούει. Τέτοιου είδους χρήση των λέξεων είναι συνηθισμένη στους νεωτερικούς ποιητές του εικοστού αιώνα, σπανίως όμως έχουμε αποτέλεσμα τόσο ολοκληρωμένο αισθητικά.

Επιλέγει να χρησιμοποιήσει λέξεις που δεν έχουν φορτιστεί με περιεχόμενο ανθρωποκεντρικό, λέξεις που δηλώνουν στοιχεία της φύσης, λέξεις που λειτουργούν για τον αναγνώστη σαν καθρέφτες. Μιλά για τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων με λέξεις που αναφέρονται στη φύση και στις δομές της. Ενώ φαινομενικά γράφει ένα ποίημα, ταυτόχρονα συνθέτει τη γραμματική, το συντακτικό και το λεξικό μιας νέας γλώσσας.

Οι λέξεις του Τάκη Βαρβιτσιώτη ποτέ δεν γίνονται σύμβολα, παραμένουν λέξεις ταπεινές, ξαφνιασμένες και οι ίδιες μέσα στο ποίημα. Οι λέξεις του μεταφέρουν στον θωρακισμένο από σκέψεις και ενοχές άνθρωπο της εποχής μας έναν αέρα φορτωμένο με ποικίλα δώρα: απλότητα, διαύγεια, αυτογνωσία.

Το πέρασμά του από τον υπερρεαλισμό τού δίδαξε ότι εκεί όπου ανατρέπεται μία νοηματική αλληλουχία, γεννιούνται νέες μαγικές και ποιητικές εικόνες, που μπορούν να προβληθούν μέσα μας και να αλλάξουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο.
Ποτέ δεν είχα καταλάβει, όσο βρισκόταν στη ζωή, τις υπέρμετρες εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπο του ποιητή από τους θαυμαστές του και τα εκατοντάδες ποιήματα που του αφιέρωσαν άλλοι, νεότεροί του ποιητές. Η κριτική τον αντιμετώπισε με ύμνους και θαυμασμό, παρά με επιχειρηματολογία και με τεκμηριωμένα κείμενα. Σήμερα μπορώ να το καταλάβω καλύτερα και να το δικαιολογήσω. Αισθάνθηκαν την υποχρέωση να του ανταποδώσουν το καλό που τους έκανε χωρίς να ζητήσει το παραμικρό αντάλλαγμα. Τους έδειξε έναν άλλο τρόπο αντίληψης των πραγμάτων, που ακόμη και αν δεν ενδείκνυται για όλους τους ανθρώπους και για όλες τις καταστάσεις, παραμένει ωστόσο μία εν δυνάμει επιλογή.

[Διονύσης Στεργιούλας, περιοδικό ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ, τεύχος 5, σελ. 113-114]


11 Νοε 2016

Ο JAMES DEAN ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ


Ο Τζαίημς Ντην έρχεται με την Φρουρά του και την Άννα Μαρία Πιεράντζελι στο Black Box στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Από την Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016 και κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 9 το βράδυ, για 14 παραστάσεις. Σας περιμένει στο ποίημα της νεότητος και του θανάτου.

Τζαίημς Ντην:
ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΣΙΟΥΝΑΣ

Φρουρά:
ΑΛΕΞ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

Άννα Μαρία Πιεράντζελι:
ΔΑΝΑΗ ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Σκηνικά-κοστούμια: 
ΕΒΕΛΥΝ ΣΙΟΥΠΗ 

Video-Art:  
ΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΑΣ

Σκηνοθεσία/
Μουσική επιμέλεια:
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

Βοηθός σκηνοθέτη:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ




Το όνομά μου είναι Τζαίημς Ντην του Γιώργου Χρονά
 
Ήρθε και πέρασε σαν ένα όνειρο – πλατωνικό. Η ιδέα του γράφτηκε στο κινηματογραφικό πανί. Έκανε τρεις ταινίες. Τις δύο ταινίες, Επαναστάτης χωρίς αιτία, Ο Γίγας, δεν πρόλαβε να τις δει. Και στην πρώτη – του Καζάν, Ανατολικά της Εδέμ, στην πρεμιέρα, απουσίαζε, με ταξιθέτριες την Μαρλένε Ντήτριχ και την Μαίρυλιν Μονρόε.

Ένα μαγικό, παράξενο παιδί γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1931 και μεγάλωσε χωρίς μητέρα, με τον πατέρα του να κάνει δεύτερο γάμο μετά τον θάνατο –από καρκίνο– της αγαπημένης του μητέρας. Αυτή του έδωσε τα τρία ονόματα Τζαίημς Μπάυρον Ντην. Το Μπάυρον είναι του αγαπημένου της εγγλέζου ποιητή. Το Τζαίημς, του γιατρού που την ξεγέννησε. Το Ντην, του πατέρα του το επώνυμο.

Μεγαλώνει με τους παππούδες του μακριά από πόλεις, με αγριοκούνελα, βιβλία, δίσκους, ενορίες πιστών…

Μετά οι γνωριμίες, η τύχη μπροστά του. Η Νέα Υόρκη, το θέατρο, ο Ελία Καζάν… Το ένα φέρνει το άλλο. Χωρίς δολάριο στην τσέπη περνάει από δωμάτιο σε στούντιο, σκηνές, ραδιόφωνο, δημοσιογράφους, δηλώσεις, λατρείες…

Γνωρίζει την Άννα Μαρία Πιεράντζελι και αρχίζει ένας τρελός έρωτας με άσχημη κατάληξη. Ένα μοιραίο τέλος. Εκείνη πεθαίνει από καρδιά λίγο μετά τους δύο αποτυχημένους γάμους της.

Τα φώτα λάμπουν μπροστά του. Η λεωφόρος είναι γεμάτη φώτα. Που σβήνουν. Ό,τι κάνει μετά, είναι το πλησίασμα στο τέλος του. 

Οδηγάει σαν τρελός. Πεθαίνει ακαριαία. Με οξυγονοκόλληση τον ελευθερώνουν –από τα συντρίμμια της Πόρσε του– (ή μήπως μιας Μερσεντές στην Βουλιαγμένης;). Ο πάστορας στον επικήδειό του θα πει στις 8 Οκτωβρίου 1955: Η καριέρα του Τζαίημς Ντην δεν τερμάτισε. Μόλις τώρα ξεκινάει. Ο ίδιος ο Θεός είναι ο σκηνοθέτης του.

Αυτά διηγείται ο Αγησίλαος Σιούνας στον ρόλο του Ντην. Στην φρουρά του ο Αλέξανδρος Αλεξάνδρου & ο Γιώργος Χρονάς. Στον χορό του, με την Άννα Μαρία Πιεράντζελι, η Δανάη Δημητροπούλου και στο φάντασμα της νεκρής Άννα Μαρία Πιεράντζελι – με τη φωνή της Τζένης Βάνου σαν ηχώ.

Τα λόγια του Δημήτρη Καπετανάκη, το 1937, που ακούγονται στο θέατρο –στο φινάλε, απαλύνουν τον πόνο μας, γι’ αυτό το είδωλο που ήρθε κι έφυγε σαν ανθός που δεν εμαράνθη.
Γιώργος Χρονάς 

Ο Γιώργος Χρονάς για τον Τζαίημς Ντην

Είναι, ήταν ένα όνειρο ζωής να δω τον Ντην στη σκηνή. Όταν βρήκα τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες, προχώρησα στο όνειρό μου. Τους ευχαριστώ.

Μιλούσα ήδη από το 1985 στον Μάνο Χατζιδάκι για το όνειρό μου στο Παγκράτι τα βράδια που τον συναντούσα στα καφέ ή εστιατόρια, για την προμετωπίδα που έχω βάλει του Δημήτρη Καπετανάκη που ακούγεται στο φινάλε. Είναι ο ποιητής που πέθανε κι αυτός νέος –32 χρονών– από φυματίωση στο Λονδίνο το 1944. Είχε γεννηθεί το 1912.

Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το έργο πρωτοτυπώθηκε το 1987 και κυκλοφορεί σε τρίτη έκδοση (9.000 αντίτυπα). Ίσως να υπήρξα ο εισηγητής του Τζαίημς Ντην, στον γραπτό λόγο, στο πανελλήνιο. Με σεβασμό πάντα στην ωραιότητα των αγαλμάτων.

*Το βίντεο και οι φωτογραφίες της παράστασης δημοσιεύονται με την άδεια του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης.

27 Οκτ 2016

Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΣΜΟΣ ΩΣ ΕΦΙΑΛΤΗΣ

Παναγιώτης Γούτας, Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά, διηγήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2015



Η δημιουργικότητα του συγγραφέα Παναγιώτη Γούτα απλώνεται σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λογοτεχνικού και δοκιμιακού λόγου. Ως πεζογράφος βαδίζει εν μέρει στα χνάρια του πρώτου δασκάλου του στη γραφή, του Θεσσαλονικιού διηγηματογράφου Περικλή Σφυρίδη: γραμμική αφήγηση, γλωσσική ομοιομορφία, ρεαλισμός, έμφαση στο περιεχόμενο. Όπως και ο Σφυρίδης, που κατηγοριοποιεί τα διηγήματά του σε θεματολογικές ενότητες (ζωοφιλικά, ερωτικά, ιατρικά, κοινωνικά), ο Γούτας κάνει μία ανάλογη κατηγοριοποίηση: διηγήματα με κοινό τόπο τις αναφορές στη μουσική τζαζ και διηγήματα με τις ιατρικές παθήσεις των ηρώων στο επίκεντρο. 
 
Ο μικροαστισμός, απόρροια και κατάλοιπο, στη σημερινή ελληνική εκδοχή του, της περιόδου της μεταπολεμικής αστυφιλίας και των νόμων της αντιπαροχής, που οδήγησαν στον εγκλωβισμό πρώην κατοίκων της υπαίθρου σε διαμερίσματα των αστικών κέντρων, αποτελεί το σταθερό πλαίσιο αναφοράς του βιβλίου. Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων χαρακτηρίζονται από έλλειψη κοινωνικής συνείδησης και ζουν υπό καθεστώς φόβου, αστάθειας, ανασφάλειας, καχυποψίας απέναντι στο καινούριο, κοινωνικής συμβατικότητας και ατομικιστικών αντιλήψεων αναμένοντας εκείνον τον άγνωστο παράγοντα, θα έλεγε κανείς τον άγνωστο Θεό, που θα τους απαλλάξει από την εφιαλτική καθημερινότητα. Το κοινωνικό αυτό πλαίσιο περιορίζει ή καταργεί κάθε δυνατότητα πραγματικής ελευθερίας και ουσιαστικής επικοινωνίας και παράλληλα ευνοεί την ακίνδυνη για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων εστίαση σε θέματα υγείας και στο ποδόσφαιρο ή και στη νευρωτική ενασχόληση με αυτά. 
 
Ο Γούτας γράφει εν μέρει ως βιωματικός συγγραφέας και εν μέρει ως παρατηρητής της ζωής των άλλων. Δεν τον ενδιαφέρουν η έρευνα των κοινωνικών δομών, η ανάλυση και η ιδεολογικοποίηση, αλλά κυρίως η παρατήρηση και η καταγραφή. Η ίδια οπτική κυριαρχεί όχι μόνο στο συγκεκριμένο βιβλίο αλλά και στο σύνολο του έργου του, πεζογραφικού, ποιητικού και κριτικού. Στα διηγήματά του το παρελθόν είναι καλά κρυμμένο -μοιάζει να μην υπάρχει- και το μέλλον παρουσιάζεται σκοτεινό, χωρίς προοπτικές. Υπάρχει μόνο ένα διαρκές παρόν, που ορίζεται από τις συντεταγμένες επιφανειακά ασήμαντων ή αδιάφορων γεγονότων και καταστάσεων, που όμως έχουν τεράστιες επιπτώσεις στον εσωτερικό κόσμο των πρωταγωνιστών. Οι ήρωές του συνήθως ασφυκτιούν, νιώθουν ξένοι στην ίδια τους τη ζωή, αλλά δέχονται παθητικά αυτή την κατάσταση, όταν δεν θυματοποιούνται από μόνοι τους. Η διαφορετικότητα αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή, ενώ η λέξη «ικανοποίηση» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Οι ενοχές, ο φόβος και η ανασφάλεια ξυπνούν μέσα τους με τις πιο παράξενες αφορμές και τους μεταμορφώνουν σε πρωταγωνιστές μικρών δραμάτων, που παίζονται καθημερινά στους δρόμους και σε κλειστούς χώρους των μεγαλουπόλεων. Aναζητούν λόγους για να νιώσουν σημαντικοί στον μικρόκοσμό τους εθελοτυφλώντας μπροστά στις μεγάλες αλλαγές που με ταχύτατο ρυθμό λαμβάνουν χώρα στο ευρύτερο περιβάλλον τους. Ίσως η «ηθελημένη άγνοια» και η παθητικότητα που τους χαρακτηρίζουν, αλλά και τα κάθε είδους προβλήματα που τους συνοδεύουν, αποτελούν τις βασικές αιτίες, για τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις κερδίζουν τη συμπάθεια των αναγνωστών.

Διονύσης Στεργιούλας

Την Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016, ώρα 19:00, οι εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ παρουσιάζουν στο βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης ΙΑΝΟΣ τη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Γούτα με τίτλο «Τζαζ, παθήσεις και άλλα τινά». Θα μιλήσουν οι: Αλεξάνδρα Μπακονίκα, ποιήτρια-κριτικός, Βαγγέλης Τασιόπουλος, ποιητής.

16 Οκτ 2016

ΛΟΥΚΑΣ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
















.



Αξιωματικοί του συστήματος

Όπου γης και πατρίς, λένε και κάτι παραπάνω ξέρουν.

-Από πού είσαι; ρώτησα μια Ρομά στην Αλίαρτο.
-Από εδώ.
-Από εδώ, βέβαια, αλλά πού γεννήθηκες;
-Αθήνα. Εσύ από πού;
-Από την Κρήτη.
-Κι εγώ από την Κρήτη είμαι! ενθουσιάστηκε.
-Από πού από την Κρήτη;
-Από Χανιά.
-Εγώ είμαι από το Ηράκλειο.
-Κι εγώ από το Ηράκλειο είμαι!

Δεν βλέπεις το μαχαίρι που κρατάς
ούτε το στενό που παραφυλάς να ζυγώσει το θύμα.
Δεν ξέρεις για τις κρυπτείες και τις υποχρεώσεις σου.
Τίποτε απ’ όσα ο δυστυχής καλά γνωρίζει.
Γιατί το δίχως άλλο όποιος την πατρίδα του αγαπά
γρήγορα ή αργά τέκνο της άξιο θα γίνει. 
                                              (2014)



Από νίκη σε νίκη

«Ω Βικτώρια – Μινέρβα να που ξαναβρισκόμαστε
στον Χάντακα μέσα στα αίματα και στο Κλειδί τυφλοί» 
                                                                Χάλαβρος

Η νίκη δείχνονταν ως χύνουν τα νερά
έτσι όπως ήταν πάντοτε χωρίς κεφάλι
χωρίς χέρια, κάποτε μάλιστα
της λείπαν ακόμη και τα φτερά.
Πετύχαμε βέβαια, εδώ ’ναι η μοίρα μας,
την πύρρειο και την καδμεία
αλλ’ αλίμονο δεν άρκεσε
και στα σημερινά μας δεν έχει
μήτε κορμό, μέση, άκρα η νίκη μας.
Ένα ασαφές περίγραμμα έγινε
διψασμένο πανί
η κόρη τής Στυγός, η αδερφή
τού Κράτους, του Ζήλου και της Βίας
η νεοελληνική νίκη. 
                                              (2015)


7 Οκτ 2016

Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η   1 9 6 4
ΕΝΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΩΓΜΟΥΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ

Άποψη Καμάρας (Αρχείο Διονύση Στεργιούλα)

Ξεφύλλιζα παλιές ελληνικές εφημερίδες, όταν έπεσα πάνω σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 31 Αυγούστου του 1964 στην εφημερίδα “Θεσσαλονίκη”. Παρουσιάζεται ως ανταπόκριση από τη Γερμανία και έχει τη μορφή δικαστικού ρεπορτάζ. Είναι πολύ πιθανό να αποτελεί στο σύνολό του ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του προϊόν απευθείας μετάφρασης από τα γερμανικά. Με αφορμή τη δίκη εγκληματιών του Άουσβιτς, που βρισκόταν σε εξέλιξη εκείνη την περίοδο στη Φραγκφούρτη, αναφέρεται στους διωγμούς των Εβραίων και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης με έναν τρόπο που δεν έχω συναντήσει σε κείμενα ιστορικών. Η έμφαση εδώ δεν δίνεται τόσο στη στάση της ναζιστικής κυβέρνησης και των κρατικών υπαλλήλων ή του στρατού απέναντι στους Εβραίους ούτε στα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν στους χώρους εγκλεισμού όσο στο γενικότερο κλίμα αντισημιτισμού και έλλειψης ανθρωπισμού που είχε διαμορφωθεί σε μεγάλο μέρος του γερμανικού πληθυσμού.

Η δημοσίευση έγινε σχετικά κοντά στα γεγονότα, όταν ζούσαν ακόμη οι περισσότεροι από τους αυτόπτες μάρτυρες όσων περιγράφονται. Γερμανοί πολίτες, κυρίως της “μεσαίας τάξης”, που δεν είχαν άμεση σχέση με τις δομές και τους μηχανισμούς του ναζιστικού κράτους, εμφανίζονται να συμπεριφέρονται απάνθρωπα στους Εβραίους συμπολίτες τους και να απολαμβάνουν τις εις βάρος τους διώξεις. Ορισμένοι είχαν φτάσει στο σημείο να θεωρούν το Άουσβιτς τουριστικό αξιοθέατο και άλλοι να προσδοκούν τη θανάτωση περισσοτέρων Εβραίων, ώστε να αποκτήσουν τα ρούχα και τα παπούτσια τους.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι το Ολοκαύτωμα δεν προέκυψε μόνο από τις εντολές κάποιων κυβερνητικών αξιωματούχων, αλλά υπήρξε αποτέλεσμα των διεργασιών πολλών χρόνων, που είχαν εμποτίσει μέρος των Γερμανών, αλλά και πολιτών άλλων χωρών της Ευρώπης (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα), με μίσος και ιδεοληψίες. Πριν συμβεί το γεγονός, είχε δημιουργηθεί ένα πλαίσιο αποδοχής.

Διαβάζοντας το κείμενο συνειδητοποίησα ότι οι σκηνές που περιγράφονται δεν αφορούν μόνο τη ναζιστική Γερμανία του παρελθόντος, αλλά και πολλές δημοκρατικές κοινωνίες του παρόντος. Η έλλειψη αλληλεγγύης προς τους αδύναμους, είτε είναι πρόσφυγες, που έχουν επιβιώσει από τα σαπιοκάραβα που τους έφεραν στην Ευρώπη, είτε άνθρωποι που υποφέρουν για οικονομικούς και άλλους λόγους, είναι κάτι που χαρακτηρίζει και την εποχή μας. Στις ειδήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης οι πληροφορίες για ανθρωπιστικές κρίσεις και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας βρίσκονται πάντα σε πρώτο πλάνο, τόσο που η μεγάλη εξοικείωση με τον ανθρώπινο πόνο και τον θάνατο να οδηγεί θεατές, ακροατές και αναγνώστες σταδιακά σε αδιαφορία ή και σε αναισθησία.

Δεν γνωρίζω αν το ρεπορτάζ δημοσιεύτηκε στη συγκεκριμένη εφημερίδα με κάποια σκοπιμότητα, μια και είναι γνωστό ότι στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Κατοχής έγιναν εκτεταμένες διώξεις Εβραίων, πριν οι κατακτητές τούς οδηγήσουν μαζικά με τρένα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο βαθμός της αλληλεγγύης και η στάση των υπολοίπων Θεσσαλονικέων προς τους συμπολίτες τους που διώκονταν, είναι ένα θέμα που ερευνούν οι ιστορικοί. Ο φόβος και ο φθόνος αποτελούν σε ανάλογες περιπτώσεις δύο σημαντικές παραμέτρους, που πρέπει να συνυπολογίζονται.

Καλύτερα όμως να αφήσω το κείμενο και τις μαρτυρίες των ανθρώπων της εποχής να μιλήσουν.




ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΠΟΛΙΤΑΙ ΕΛΙΘΟΒΟΛΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ

ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΑΜΦΟΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ ΕΠΕΧΕΙΡΟΥΝ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ΔΙΑ ΝΑ ΑΠΟΛΑΥΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΕΞΟΝΤΩΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ – Ο ΚΑΠΝΟΣ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΤΟΡΙΩΝ ΕΣΚΙΑΖΕ ΤΟΝ ΗΛΙΟΝ ΕΙΣ ΑΚΤΙΝΑ ΠΟΛΛΩΝ ΜΙΛΙΩΝ – ΟΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΗΣΑΝ ΑΓΡΙΩΤΕΡΟΙ ΤΩΝ ΦΡΟΥΡΩΝ ΕΣ-ΕΣ

Αποκαλύψεις εις δίκην της Φραγκφούρτης

ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ, 31. (Ιδιαίτερον).- ΠΟΛΛΟΙ Γερμανοί, εναντίον των οποίων δεν έχουν διατυπωθή κατηγορίαι εις την δίκην των ενόχων του Άουσβιτς, είναι αναμεμιγμένοι εις το έγκλημα και φέρουν ευθύνας δι' αυτό, είτε το γνωρίζουν είτε το αγνοούν.
Και οι Γερμανοί αυτοί είναι αι χιλιάδες εκείναι, που εστέκοντο και εθεώντο, την στιγμήν που οι “φυλετικώς βρωμεροί” συνάνθρωποί των συνελαμβάνοντο αγεληδόν και εξαπεστέλλοντο εις τον θάνατον, διά του συστήματος των ναζιστικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως.
Είναι οι Γερμανοι, που ανήκαν εις την μεσαίαν τάξιν, οι οποίοι επέβαιναν των σιδηροδρομικών συρμών και καθώς οι συρμοί ούτοι διήρχοντο έμπροσθεν του φρικιαστικού στρατοπέδου του θανάτου, του απαισίας μνήμης Άουσβιτς, ηγείροντο από τας αναπαυτικάς θέσεις των, διά να το απολαύσουν καλύτερον, εν όλη του τη μεγαλοπρεπεία. Είναι οι Γερμανοί, γνωστοί και φίλοι των συλλαμβανομένων, οι οποίοι ελεηλάτουν κυριολεκτικώς τα οικίας των γειτόνων, που η Γκεστάπο μετέφερε διά των αυτοκινήτων της. Είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι κατεδίωκαν τους Εβραίους, εις τα οδούς του Βερολίνου και τους διεπόμπευαν και τους εξηυτέλιζαν.
ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΑΙ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ

Τον ρόλον των εν λόγω Γερμανών περιέγραψαν λεπτομερώς δεκάδες μαρτύρων κατηγορίας, εξετασθέντων εις την μεγαλυτέραν δίκην εγκληματιών πολέμου της Γερμανίας, που αναφέρεται εις τα χρονικά της. Αι καταθέσεις των υπήρξαν ανατριχιαστικαί.
Ούτω, ο πρώην έγκλειστος του στρατοπέδου του θανάτου, Όττο Φόλκεν, κατέθεσε ότι οι συνδημόται του της Βιέννης, η οποία απετέλει τότε τμήμα του τρίτου Ράιχ του Χίτλερ, υπεχρέωσαν κάποτε αρκετάς χιλιάδας ηλικιωμένους Εβραίους, να τρίψουν τας μεγαλυτέρας οδούς της πόλεως με οδοντόβουρτσες, διά να τας καθαρίσουν καλύτερον.
Άλλοι πάλιν κατέθεσαν ότι γηραιαί σεβάσμιαι Εβραίαι υπεχρεώνοντο να ίστανται όρθιαι εις τας προθήκας και τα παράθυρα των καταστημάτων, προς ψυχαγώγησιν του λαού και ότι νεαροί Εβραίοι και Πολωνοί εξηναγκάζοντο να εκτελούν δημοσία, εις τα πάρκα γυμναστικάς ασκήσεις, έως ότου κατέπιπταν επί του εδάφους αναίσθητοι πλέον εκ της εξαντλήσεως. Οι θεαταί, οι οποίοι ανελύοντο εις γέλωτας και εκραύγαζαν, μόλις έβλεπαν τας μητέρας των μικρών να σπεύδουν εις βοήθειάν των, εξηγριώνοντο και τας ημπόδιζαν να το πράξουν, διά λακτισμάτων.

ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΕΒΡΑΙΩΝ

Ο καθηγητής Μάρτιν Μπρόζα, ο οποίος είναι εμπειρογνώμων των γερμανοπολωνικών υποθέσεων εις το ινστιτούτον νεωτέρας Ιστορίας του Μονάχου, εξεταζόμενος από το δικαστήριον, κατέθεσε ότι γερμανικαί αγροτικαί οικογένειαι, εγκαθιστάμεναι την εποχήν εκείνην εις την υπό κατοχήν τελούσαν Πολωνίαν, παρηκολούθουν μετά καταφανούς χαράς τους άνδρες των Ες-Ες, καθώς ούτοι εφόρτωναν εις τα αυτοκίνητα τους κατοίκους ολοκλήρων χωρίων και τους απέστελλαν εις τον θάνατον, δηλαδή εις τους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς. Αι γαίαι των και τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία των, διενέμοντο κατόπιν εις τους αναμένοντας αγωνιωδώς Γερμανούς αγρότας...
Άλλοι μάρτυρες αφηγήθησαν συγκλονιστικά περιστατικά, κατά τα οποία χιλιάδες Βερολινέζων εξεχύνοντο εις τας οδούς και τας λεωφόρους της πρωτευούσης του Χίτλερ, διά να λιθοβολήσουν τους Εβραίους, που εσύροντο δέσμιοι εις τα καταναγκαστικά έργα, όπου εύρισκαν τον θάνατον. Λιθοβολούντες τους δυστυχείς, οι Βερολινέζοι ούτοι τους ειρωνεύοντο και τους περιέπαιζαν. Δεν ησθάνοντο οίκτον απέναντί των.

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΕΚΑΓΧΑΖΑΝ

Εις το δικαστήριον ανεγνώσθη επίσης έγγραφον, συνταχθέν υπό του κατηγορουμένου Πέρρυ Μποντ, πρώην φρουρού του στρατοπέδου του θανάτου, και φέρον την υπογραφήν του, που προεκάλεσε θλιβεράν πράγματι εντύπωσιν. Διότι, ο συντάκτης του αναφέρει εις αυτό λεπτομερώς ότι εμπρός από το στρατόπεδον του Άουσβιτς, εις το οποίον εθανατώνοντο Εβραίοι, Πολωνοί και Αθίγγανοι, με αναλογίαν 12.000 ατόμων ημερησίως, διήρχοντο αμαξοστοιχίαι πλήρεις επιβατών, Γερμανών βεβαίως, διά να απολαύσουν το θέαμα. Ιδού τι έγραφε ο Πέρρυ Μποντ.
- Μόλις η αμαξοστοιχία επλησίαζεν εις το Άουσβιτς, οι επιβάται ηγείροντο από τας θέσεις των, διά να ίδουν όσον το δυνατόν περισσότερα και διά να χαρή η ψυχή των. Η αγαλλίασις ήτο έκδηλος εις τα πρόσωπά των.
Ιδιαίτερον ενδιαφέρον εξεδήλωναν οι επιβάται και αι επιβάτιδες των αμαξοστοιχιών διά τα τεράστια κρεματόρια του στρατοπέδου, εις τα οποία και εγίνετο η καύσις των πτωμάτων εκείνων που εθανατώνοντο εις τους θαλάμους των αερίων. Ο μαύρος, λιπαρός καπνός, που εξήρχετο από τας καπνοδόχους των, όπως αναφέρεται, επεσκίαζε τον ήλιον εις απόστασιν πολλών μιλίων.

ΤΑ ΕΝΔΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ

Άλλοι, αφ' ετέρου, μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ότι τα ενδύματα και τα υποδήματα των θυμάτων του Άουσβιτς, ή τουλάχιστον η μερίς του λέοντος, απεστέλλοντο εις το Βερολίνον, προς διανομήν των εις Γερμανούς ιδιώτας, πλείστοι των οποίων εγνώριζαν την προέλευσίν των, λόγω των ευρύτατα κυκλοφορουσών εκεί σχετικών φημών. Τα ενεδύοντο με πολύν ενθουσιασμόν, ευχόμενοι να θανατωθούν και άλλοι πολλοί, διά να συνεχισθούν αι διανομαί.
Ο Τζόζεφ Κοάλ, ο οποίος επέρασε τον πόλεμον εις το Άουσβιτς, κατέθεσεν ότι μετά την κατάκτησιν της Πολωνίας, υπό του γερμανικού στρατού, οι από μακρού Γερμανοί εθνικοί γείτονές του επεδόθησαν εις άγριον ξυλοκόπημα των παλαιών φίλων και γνωστών των, Πολωνών την εθνικότητα, και εν συνεχεία ελεηλάτησαν τας οικίας των, “με τυπικήν γερμανικήν μεθοδικότητα”.
Ο ίδιος απεκάλυψεν ότι οι Γερμανοί ούτοι επέτυχαν την έγκρισιν των στρατευμάτων κατοχής, ώστε οσάκις Πολωνός συνήντα Γερμανόν, ώφειλε να αποκαλυφθή, φέρων τον πίλον του μέχρι ωρισμένου προς τα κάτω σημείου, ακόμη δε ότι τα τέκνα των Γερμανών εδιδάσκοντο να χειροκροτούν, οσάκις έβλεπαν Πολωνούς ή Εβραίους, αγομένους δίκην προβάτων, επί σφαγή...

ΣΚΛΗΡΟΤΕΡΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΣ-ΕΣ

Άλλοι, τέλος, πρώην κρατούμενοι του στρατοπέδου του θανάτου, κατέθεσαν ότι Γερμανοί ιδιώται, οι οποίοι ήσαν επί κεφαλής μεγάλων εργοστασίων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων, που εγειτνίαζαν προς το Άουσβιτς, πολλάκις ήσαν σκληρότεροι έναντι των σκλάβων του στρατοπέδου και αυτών ακόμη των ανδρών των Ες-Ες. Την αγριότητά των αυτήν την εξεδήλωναν παντοιοτρόπως εις βάρος των σκλάβων εργατών, τους οποίους επρομηθεύοντο από το Άουσβιτς και οι οποίοι φυσικά ειργάζοντο άνευ αμοιβής και με ελαχίστην τροφήν.
Ανατριχιαστική υπήρξεν η κατάθεσις, του μάρτυρος κατηγορίας Σμιτ, ενός εκ των ολίγων που επέζησαν, της κατά το 1945 “πορείας θανάτου” των κρατουμένων του Άουσβιτς εις έτερον στρατόπεδον συγκεντρώσεως του Νταχάου, κειμένου πλησίον του Μονάχου. Ο τυχηρός ούτος, μεταξύ των άλλων, ετόνισεν ότι οι εξηντλημένοι και ημιθανείς κρατούμενοι, κατά την πορείαν αυτήν, πλην του ότι εμαστιγώνοντο και εξυλοκοπούντο, υπό των φυλάκων των, ανδρών των Ες-Ες, ελιθοβολούντο και υπό των Γερμανών πολιτών, τους οποίους συνήντων κατά την θλιβεράν πορείαν των, προς τον θάνατον.
Ιδού διατί και άλλοι Γερμανοί είναι ένοχοι, ανεξαρτήτως του αν κάθωνται εις τα εδώλια των κατηγορουμένων, μεταξύ των λοιπών, εις την δίκην της Φραγκφούρτης, ή όχι. Βαρύνονται και αυτοί με εγκλήματα που διέπραξαν, εις βάρος ανυπερασπίστων ανθρώπων και ασφαλώς θα πρέπει να το γνωρίζουν.


13 Αυγ 2016

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ


Πάντα  γάρ  τό  πρ  πελθόν,  κρινε  καί  καταλήψεται.
Hράκλειτος

O ποιητής εργαζόταν όλη μέρα κι όλη νύχτα, χωρίς σχεδόν σταματημό, εβδομάδες, μήνες, χρόνια, προσδοκώντας να ολοκληρώσει ένα έργο ακραίου ανθρωπισμού, ένα ποίημα άτιτλο, που θα αφιέρωνε στον εαυτό του και στην τελευταία αγαπημένη του. Είχε κρατήσει μεγάλο αριθμό σημειώσεων πάνω σε εκατοντάδες βιβλία θεωρητικού περιεχομένου. Εδώ και αρκετό καιρό, με την αποκωδικοποίηση των σημειώσεων, ευελπιστούσε να δει κάποια μέρα τυπωμένο το ανολοκλήρωτο ακόμη έργο του. Στην ταράτσα του σπιτιού όπου κατοικούσε, ανάμεσα σε κεραίες τηλεοράσεων και σκουριασμένα σίδερα, είχε φτιάξει μια μικρή ξύλινη κατασκευή, που λειτουργούσε σαν φωλιά για τα περιστέρια του. Ήταν ένας κατ’ ευφημισμό περιστερώνας. Εκεί, μαζί με τα πουλιά, ένιωθε ξανά παιδί.
Ο ποιητής, αν και βυθιζόταν ατέλειωτες ώρες στις σκέψεις του, δεν αρνήθηκε ποτέ ολοκληρωτικά τη σχέση του με τη φύση και τα πράγματα. Επειδή όμως η σχέση αυτή υπήρξε απόρροια μιας ρομαντικής εφηβικής ηλικίας, που εκ των υστέρων θεώρησε χαμένο χρόνο, σιγά σιγά έκοψε κάθε δεσμό με τον φυσικό χώρο που τον περιέβαλλε. Τα περιστέρια αποτελούσαν εξαίρεση, επειδή με τις ακανόνιστες πτήσεις τους εξέφραζαν για τον ποιητή την αληθινή του φύση, που ο ίδιος είχε κλειδώσει βαθιά μέσα του.
Τον τελευταίο καιρό είχε κάπως αλλάξει. Αναλογιζόταν πως ένα πλήθος αδικαιολόγητων, απαισιόδοξων σκέψεων τον είχε απομακρύνει από πρόσωπα που κάποτε αγαπούσε, τον είχε απομακρύνει από την ίδια τη ζωή. Aναπολούσε τα χρόνια που ήταν παιδί, τις ξένοιαστες μέρες και νύχτες της εφηβείας του, τότε που ήταν φίλος με τον εαυτό του, τότε που δεν είχαν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό τα τρωτά σημεία του χαρακτήρα του, τα στοιχεία εκείνα που θα τον καθιστούσαν μοναχικό δέντρο απέναντι στο δάσος της μεγαλούπολης, απέναντι στην πολυκοσμία και τον θόρυβο της πόλης, μιας πόλης που αγάπησε στην αρχή, ενώ στη συνέχεια όλο και περισσότερο προσπαθούσε, αλλά δεν μπορούσε, να εγκαταλείψει οριστικά. Η πόλη, σαν να ένιωθε τα αισθήματά του απέναντί της, κάθε στιγμή τον οδηγούσε στους πιο σκοτεινούς της λαβύρινθους, σε έναν δρόμο που δεν έβγαζε πουθενά. Γιατί και οι πόλεις μοιάζουν μ’ εμάς, έχουν ψυχή και προσωπικότητα που σπάνια βρίσκεις σε άνθρωπο. Τα σωθικά τους άλλοτε αποπνέουν μια υπέρτατη γαλήνη και άλλοτε ταράζονται και δεν ησυχάζουν. Οι πόλεις αισθάνονται την αγάπη μας και μας εκδικούνται όταν τις εγκαταλείπουμε ή τις απατάμε. Έχουν καρδιά που χτυπάει κάθε στιγμή, έχουν φλέβες και αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα τους, έχουν δρόμους που σφύζουν από κίνηση, έχουν αιμοφόρα αγγεία και νευρικό σύστημα, έχουν υπόγεια ζωή και μυστικά που ζωντανεύουν τις νύχτες.
Ο ποιητής σπάνια εγκατέλειπε, έστω και προσωρινά, τον προσωπικό του χώρο. Ζούσε σαν ερημίτης σε ένα μικρό διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, στον αριθμό 14 της οδού Μαρτύρων και ηρώων, στο πιο πυκνοκατοικημένο σημείο της πόλης. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν αποφάσισε να βγει, να αναπνεύσει αέρα αλλιώτικο από εκείνον του δωματίου του. Κατευθύνθηκε σχεδόν μηχανικά στον προορισμό του. Σε ένα από τα παλιά στέκια συνάντησε πρόσωπα που κάποτε είχαν σημαδέψει τη ζωή του. Η συζήτηση μαζί τους είχε από καιρό χάσει κάθε σημασία. Έγινε ένας σύντομος, ασήμαντος για τον ποιητή, διάλογος. Σε λίγο, είπε ένα ξερό γεια και βγήκε από το μπαρ. Έσβησε τα μάτια του και προχώρησε. Δύο στίχοι, που αν θυμόταν καλά, γράφτηκαν από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, βασάνισαν τη σκέψη του:

Η άνοιξη που αγνόησες δεν θα γυρίσει
θα μένει πάντα εκεί μακριά να σε πληγώνει.

Δεν ήταν μία συνηθισμένη έλλειψη αισιοδοξίας. Κάτι άλλο συνέβαινε. Αυτό που έλειπε από τη ζωή του δεν ήταν ο έρωτας, η ανθρώπινη συντροφιά, τα ποικίλα ενδιαφέροντα. Αυτό που έλειπε από τη ζωή του ήταν η φλόγα που φώτιζε τα μάτια του πριν μερικά χρόνια. Η μνήμη του ξεθώριαζε κι αυτή μέρα με τη μέρα. Τα περασμένα είχαν μπερδευτεί στη σκέψη του σε μια διαδρομή χωρίς αρχή και τέλος. Άλλοτε πάλι νόμιζε ότι τώρα ζει την άνοιξη της ζωής του, την πιο δημιουργική του περίοδο, αλλά με έναν δικό του, φθινοπωρινό τρόπο. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που σκεφτόταν την απόδραση. Αλλά γρήγορα άλλαζε σκέψεις. Και η νύχτα γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. Και τα ερωτήματα πάντα αναπάντητα. Και οι ανησυχίες να μεγαλώνουν τη νύχτα. Και να γίνονται εφιάλτης.
Έψαχνε επιτέλους μιαν απάντηση. Ένιωθε ότι δικαιούται μία απάντηση. Οι ατέλειωτες ώρες μελέτης τού έδειχναν μόνο ίχνη, που τον οδηγούσαν από το ένα στο άλλο μονοπάτι, ποτέ έναν δρόμο, μία λεωφόρο. Υπήρχαν άπειρα σημεία εκκίνησης και κανένα σημείο προορισμού. Υπήρχαν το λυκόφως και το λυκαυγές και ποτέ το φως του μεσημεριού. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για τις αγωνίες του, κανείς δεν αναρωτήθηκε τι κρύβει στην καρδιά του αυτός ο μοναχικός ταξιδιώτης. Όλοι ζητούσαν από εκείνον το εφήμερο. Όλοι ζητούσαν από τους άλλους το εφήμερο. Αλλά και ο ίδιος δε ζητούσε τίποτα περισσότερο. Και αυτό το εφήμερο, που όλοι ζητούσαν, ήταν σαν μία σκιά. Η ανθρώπινη ευτυχία; μία σκιά. Η ανθρώπινη δυστυχία; μία σκιά. Συχνά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ζωή αλλά μία ατέλειωτη ψευδαίσθηση της ύλης, η ψευδαίσθηση ενός παραμορφωμένου ειδώλου πίσω από έναν σπασμένο καθρέφτη. Ότι αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα είναι μια ουτοπία, που πάντα φτερουγίζει μακρύτερα από τη σκέψη και τις μειωμένες δυνατότητές της. Ή ότι αυτό που ζούμε δεν είναι παρά μια φτωχή αντανάκλαση του πραγματικού κόσμου στο θολό και αδύναμο πνεύμα των ανθρώπων. Σκέφτηκε: «Ο κόσμος μου είναι ψεύτικος, κλεισμένος στους τοίχους του μυαλού μου, φυλακισμένος εκεί, μακριά από την αλήθεια της ύπαρξης. Ο κόσμος μου είναι καταδικασμένος στη φθορά». Σιγοψιθύρισε τα λόγια μιας από τις ακολουθίες της εκκλησίας, που θυμόταν από παιδί: «Αληθώς ματαιότης τα σύμπαντα. Ο δε βίος σκιά και ενύπνιον. Ότε τον κόσμον κερδίσωμεν, τότε τω τάφω οικήσωμεν».
Με τέτοιες σκέψεις βάδιζε, νύχτα, στην πόλη που τον μεγάλωσε, προς το μικρό διαμέρισμα της οδού Μαρτύρων και ηρώων. Τα κτίρια γύρω του έφτιαχναν έναν αδιαπέραστο κλοιό, μια αόρατη θηλιά που έσφιγγε διαρκώς. Η πόλη τον αντιμετώπιζε σκληρά. Αναρωτήθηκε αν είναι ένα από τα ζωντανά ερείπια αυτής της πόλης, μαζί με τις βυζαντινές εκκλησίες και τις ρωμαϊκές αρχαιότητες. Έψαχνε για λύσεις στα αιώνια αινίγματα, αδυνατώντας να λύσει τα πιο καθημερινά. Ήθελε, έστω για μια στιγμή, να τραβήξει πάνω του την προσοχή όλων των ανθρώπων της γης και να τους μιλήσει έτσι: «Μόνοι σας κλείσατε την ελευθερία σε σιδερένια κλουβιά. Μόνοι σας σκοτώσατε το όνειρο λίγες στιγμές πριν ξημερώσει». Ήθελε να μιλήσει έτσι, παρόλο που βαθιά μέσα του πίστευε ότι δεν υπάρχουν θύτες και θύματα, αλλά μόνο θύματα. Τις σκέψεις του διέκοψε ένας μεθυσμένος, που περπατούσε με χορευτικές κινήσεις στη μέση του δρόμου, χωρίς να φοβάται τα αυτοκίνητα.
Έφτασε στο σπίτι του. Στον λευκό τοίχο, απέναντι από την κεντρική είσοδο, κάποιος είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα: «Ηδονή χωρίς εμπόδια, ζωή χωρίς νεκρούς χρόνους».
Όταν άνοιξε την πόρτα, νόμισε για μια στιγμή ότι βρίσκεται σε ξένο σπίτι. Ξαφνικά το ρεύμα κόπηκε. Γι’ αυτή την περίπτωση είχε φυλαγμένα μερικά κεριά. Άναψε ένα και το τοποθέτησε πάνω στο γραφείο του, σε ένα κηροπήγιο. Δοκίμασε να προσθέσει νέους στίχους στο ποίημα που τον είχε απασχολήσει όσο τίποτε άλλο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Το μολύβι έμεινε ακίνητο πάνω στο χαρτί. Μία ξαφνική έκλειψη του φεγγαριού έκανε τον ουρανό ακόμη πιο σκοτεινό την ώρα που ο ποιητής αφηνόταν στον ύπνο. Από το ανοιχτό παράθυρο ένα σκουρόχρωμο έντομο, που έμοιαζε με νυχτοπεταλούδα, τρύπωσε στο δωμάτιο και πέταξε γύρω από το κερί, που είχε ξεχαστεί αναμμένο. Τη στιγμή που πέρασε δίπλα από τη φλόγα, τα φτερά του άρπαξαν φωτιά. Στάθηκε πάνω στην κουρτίνα, που κάηκε σε λίγα δευτερόλεπτα. Η φωτιά μεταδόθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και γρήγορα κάηκαν τα πάντα στο δωμάτιο. Ο ποιητής αποτεφρώθηκε πριν καλά καλά καταλάβει τι γίνεται γύρω του. Το σώμα του παραδόθηκε στις φλόγες, που το τύλιξαν ερωτικά, με όλη τους τη λάμψη. Mέσα σε λίγες ώρες κάηκαν μαζί του ολόκληρη η πολυκατοικία, το οικοδομικό τετράγωνο, η πόλη του. Τίποτα δεν έμεινε στη θέση τους.
       Ώσπου να ξημερώσει, τα πουλιά και τα έντομα, ταραγμένα από τη βραδινή πυρκαγιά, χωρίς φωλιές, είχαν κατακλύσει τον χώρο που κάποτε φιλοξενούσε την πολιτεία και τον ποιητή. Τα πουλιά τώρα πετούσαν πιο ελεύθερα. Η ατμόσφαιρα είχε σκοτεινιάσει από τη στάχτη και ο αέρας, ενώ είχε τη μυρωδιά του καμένου ξύλου, έμοιαζε να είναι πιο καθαρός από κάθε άλλη φορά. Οι ιδέες του ποιητή πετούσαν στην ατμόσφαιρα αναζητώντας νέα κατοικία. ΔΣ

[Πρώτη δημοσίεση: 2005]