Λογοτεχνία -- Τέχνη -- Τυπογραφία -- Ιστορία

23 Νοε 2017

Ερωτική Ιλιάδα


[Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2017, σ.334]

Ήδη με το ξεκίνημα της ανάγνωσης του μυθιστορήματος με τον παράξενο τίτλο Αγώνες ξιφομαχίας με ένα αγοροκόριτσο, είχα την αίσθηση ότι διαβάζω ένα ερωτικό έπος, μία ερωτική Ιλιάδα. Φανερές και κρυφές στρατηγικές από τις δύο πλευρές, ο λόγος και η έκφραση στη θέση των όπλων, ο έρωτας ως πεδίο άλλοτε σύγκλισης και άλλοτε συμπλοκής, με τις συγκρούσεις και την απομάκρυνση, με τις εκεχειρίες και τις διαπραγματεύσεις, με τις στιγμές χαράς και τις στιγμές μεγάλης θλίψης. Συναντάμε και εδώ πολλά από τα λογοτεχνικά στοιχεία και τις θεματικές εμμονές που καθιέρωσαν τον Ιγνάτη Χουβαρδά ως μία διακριτή και ιδιαίτερη φωνή στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Μερικά από αυτά: η ομορφιά και η εξιδανίκευσή της, η ερωτική έλξη, τα αδιέξοδα των σχέσεων, η μοναξιά των πόλεων, οι εκδρομές σε τουριστικά θέρετρα και οι βόλτες στους δρόμους των πόλεων, ο διερευνητικός ρόλος του βλέμματος, η συνεχής διαδοχική αλλαγή εστίασης των περιγραφών από τον εσωτερικό κόσμο στο φυσικό περιβάλλον και αντίστροφα. Το εξώφυλλο του βιβλίου, ένα κολάζ του συγγραφέα, παραπέμπει σε μερικά από τα εξώφυλλα που είχε δημιουργήσει ο Κάρολος Τσίζεκ, με τον οποίο ο Χουβαρδάς είχε και προσωπική φιλία.

Τα δύο πρόσωπα που πρωταγωνιστούν, ο Μιχάλης, ένας άντρας που ζει με τη μητέρα του, και η κατά πολύ νεότερή του Βέρα, προσπαθούν διαρκώς να μαντέψουν ο ένας τις προθέσεις του άλλου και να αποκτήσουν πλεονεκτική θέση στη διελκυστίνδα που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ τους. Νομίζουν ότι γνωρίζουν τον εαυτό τους και ότι είναι προσωπικότητες αυτόνομες, όμως η ερωτική τους σχέση και τα εκατέρωθεν “χτυπήματα” τούς μεταμορφώνουν διαρκώς. Οι πράξεις και τα λόγια τους καθοδηγούνται από τα σώματά τους. Το μόνο που μένει είναι να περιμένουν να δουν πού θα τους οδηγήσουν η ζωή και τα συναισθήματά τους, τα οποία και οι δύο προσπαθούν να κρύψουν ή να μεταμφιέσουν, ιδιαίτερα όταν κυριαρχούν ο εγωισμός και ο φόβος της απώλειας του ερωτικού συντρόφου. Μοιάζουν να είναι μπερδεμένοι, χωρίς στόχους στη ζωή τους, χωρίς μακροπρόθεσμα σχέδια, σαν να περιμένουν να ανοίξει από μόνη της στο παρόν μία πόρτα, που θα τους πάει κατευθείαν στο μέλλον. Η πόρτα αυτή δεν ανοίγει και εγκλωβίζονται σε μία κατάσταση διαρκούς αυτοαναφορικότητας. Ιδιαίτερα ο άντρας, προσπαθεί να ερμηνεύσει τη σχέση του μέσω της ίδιας της σχέσης του, χωρίς εξωτερικά ή σταθερά σημεία αναφοράς. Στην πραγματικότητα ο άντρας δεν εγκλωβίζεται τόσο στην ίδια τη σχέση, που δεν είναι συμβατική ή καταπιεστική, αλλά στις σκέψεις του και στον τρόπο που ερμηνεύει τη σχέση, στην ανάγκη για κτητικότητα και στην ανυπαρξία εναλλακτικών διεξόδων στη ζωή του.

Η σχέση με τη Βέρα τού προσφέρει στιγμές μεγάλης ικανοποίησης, ταυτόχρονα όμως νιώθει ότι κινδυνεύει, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει επακριβώς τον κίνδυνο. Αποφασίζει να εφαρμόσει μία από τις στρατηγικές που διδάχτηκε στα μαθήματα ξιφομαχίας (σ. 124): “Ο Μιχάλης επέλεγε τη στάση της αναμονής. Κάτι παρόμοιο έκανε στους αγώνες της ξιφασκίας, όταν βρισκόταν σε άμυνα και το σώμα έπαιρνε τις κατάλληλες στάσεις για να προφυλαχθεί από το ξίφος του αντιπάλου. Θα μπορούσε να ακολουθήσει μια επιθετική τακτική αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα δικαιωνόταν. Το δόγμα του ήταν: άσε μόνο του να κυλήσει το πρόβλημα, η ίδια η πραγματικότητα θα καθορίσει τις κινήσεις σου και θα τις επιβάλει.”

Το ερωτικό συναίσθημα και η ερωτική έλξη, ό,τι οι παλαιότεροι συγγραφείς αποκαλούσαν “πόθο”, απομακρύνονται στο βιβλίο από τις γραφικές εκδοχές τους και καταγράφονται ρεαλιστικά, μεθοδικά και αναλυτικά, μέσω του αντικτύπου τους σε κάθε λεπτομέρεια της ζωής του πρωταγωνιστή. Ο συγγραφέας παρακολουθεί κάθε του δραστηριότητα και ακόμη τις σκέψεις, τους φόβους, τα ενύπνιά του. Η έλλειψη και το έλλειμμα κοινωνικότητας που χαρακτηρίζουν τον κεντρικό ήρωα, συνοδεύονται από την εξαντλητική παρατήρηση και ανάλυση του άλλοτε φωτεινού και άλλοτε σκοτεινού αντικειμένου τού πόθου του, στο οποίο είναι διαρκώς και απολύτως προσηλωμένος. Αναλύει την κάθε λέξη της με χιλιάδες δικές του, ενώ η κάθε της απουσία ή περιστασιακή απομάκρυνση αυξάνει την ανασφάλειά του και προκαλεί πλήθος εναλλακτικών σεναρίων. Ταυτόχρονα παρατηρεί και καταγράφει, με οξυδέρκεια και λυρισμό, τοπία με θάλασσα, το μικροπεριβάλλον ενός ποταμιού, αλλά και κορίτσια που περπατούν, κολυμπούν, εργάζονται. Τα ρούχα και τα παπούτσια τους, τα χρώματα που επιλέγουν για την αμφίεσή τους, ο τρόπος που χτενίζουν τα μαλλιά τους, αποτελούν μία αστείρευτη πηγή άντλησης πληροφοριών για τον Μιχάλη. Μεταφέρω ένα δείγμα σχετικής περιγραφής, που επαναλαμβάνεται ως μοτίβο σε αρκετά σημεία του βιβλίου (σ. 125): “Φορούσε σήμερα μια πράσινη φούστα, μια πορτοκαλί φανέλα. Είχε τα μαλλιά της μαζεμένα, κι αντί για τα συνηθισμένα της πέδιλα, φορούσε τώρα λευκά αθλητικά παπούτσια.”

Ο κεντρικός ήρωας, ο Μιχάλης, αγαπά την Βέρα εμμονικά. Η κατάστασή του μπορεί να παραλληλιστεί με ένα διαρκές σύνδρομο στέρησης. Ο ήρωας είναι εξαρτημένος από το αντικείμενο του πόθου του και, παρ' όλο που δεν θέλει να το παραδεχτεί, υποφέρει όταν δεν είναι μαζί της. Ωστόσο, η εμμονική συμπεριφορά του Μιχάλη δίνει λογοτεχνικό ενδιαφέρον στο μυθιστόρημα.

Το βιβλίο δεν δικαιώνεται τόσο από το θέμα του, που αποτελεί τον πλέον κοινό τόπο στην παγκόσμια λογοτεχνία, ή από την πλοκή, που είναι υποτυπώδης, αλλά από τον τρόπο γραφής, τις περιγραφές της φύσης και κυρίως από την αναλυτική εστίαση στις σκέψεις του κεντρικού ήρωα και από την καταγραφή των εκτενών εσωτερικών μονολόγων του. Το συγγραφικό ένστικτο του Χουβαρδά οδηγεί αυτή την εστίαση στα άκρα, με σκηνές, περιγραφές και διαλόγους που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, κάθε φορά ελαφρώς παραλλαγμένα, σαν να επρόκειτο για συμφωνικό έργο. Μέχρι που το πλαίσιο γίνεται για τον ήρωα ζοφερό και κάποιες στιγμές εφιαλτικό. Υποφέρει όμως και για έναν ακόμη λόγο: δεν μπορεί όχι μόνο να οριοθετήσει τη σχέση του με το κορίτσι, αλλά και να ορίσει ή να κατατάξει το είδος αυτής της σχέσης. Για τους ανθρώπους που σκέφτονται αναλυτικά, αυτό είναι ένα δράμα. Θέλουν να γνωρίζουν τις ακριβείς συντεταγμένες και να μπορούν να περιγράψουν λεκτικά με σαφήνεια ό,τι τους συμβαίνει.

Σε ό,τι αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του Μιχάλη από τον συγγραφέα, το μυθιστόρημα μού θύμισε, όπως και η αμέσως προηγούμενη συλλογή διηγημάτων του, την Πείνα του Κνουτ Χάμσουν και το εξαιρετικό μυθιστόρημα Κρίσις του Αρκάδιου Λευκού, παρά τη διαφορετική θεματολογία τους.

Η γενική αίσθηση που αποκόμισα από την ανάγνωση του βιβλίου είναι ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ολοκληρωμένο, άρτιο τεχνικά, που μπορεί να ικανοποιήσει και τον δύσκολο αναγνώστη. Είναι πολύ εύκολο, όταν κανείς μιλά για τις ερωτικές σχέσεις, να εκτραπεί σε κοινοτοπίες ή μελοδραματισμούς. Ο συγγραφέας αντιμετώπισε τους ήρωές του με σοβαρότητα και ανέδειξε την τραγική τους πλευρά. Ίσως θέμα του βιβλίου δεν είναι τελικά ο έρωτας αλλά η ίδια η ζωή και τα υπαρξιακά αδιέξοδα των σκεπτόμενων ανθρώπων.

Διονύσης Στεργιούλας
 
(Κείμενο ομιλίας από την εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματος στη 14η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου | Θεσσαλονίκη 12 Μαΐου 2017)


3 Οκτ 2017

Θανάσης Μαρκόπουλος: Ματιές ενόλω ΙΙ (Μελάνι, 2017)


[Ο πρόλογος του συγγραφέα, σ. 9-10]

Οι Ματιές ενόλω ΙΙ περιλαμβάνουν δώδεκα δοκίμια, τα οποία δημοσιεύτηκαν τη δεκαετία 2005-2015 στα περιοδικά Μανδραγόρας (3), Νέα Εστία (4), Παρέμβαση (2) και Πόρφυρας (3). Πρόκειται για κείμενα που έρχονται να προσεγγίσουν αντίστοιχους ποιητές του μεταπολέμου, τρεις της πρώτης γενιάς (Σαχτούρης, Λειβαδίτης, Κωσταβάρας), τέσσερις της δεύτερης (Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Λυκιαρδόπουλος, Νικηφόρου) και πέντε της γενιάς του '70 (Γκανάς, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, Φωστιέρης). Αντίθετα, οι Ματιές ενόλω του 2003 συγκέντρωναν δοκίμια των χρόνων 1996-2003 και πραγματεύονταν το έργο οχτώ μεταπολεμικών ποιητών, τριών της πρώτης γενιάς (Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) και πέντε της δεύτερης (Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Μέσκος, Ευαγγέλου, Μάρκογλου).

Η επιλογή των δώδεκα ποιητών έχει να κάνει βέβαια με τα αναγνωστικά μου ενδιαφέροντα αλλά συχνά και με τα φιλολογικά. Θέλω να πω ότι στη μια περίπτωση λόγοι αισθητικοί, ενίοτε και ιδεολογικοί, με οδήγησαν σε δημιουργούς όπως οι Λειβαδίτης, Κωσταβάρας, Λυκιαρδόπουλος, Μαυρουδής, Μπράβος, Μαρκόπουλος, ενώ στην άλλη οι αισθητικές μου προτιμήσεις, σε συνδυασμό με τις επαγγελματικές μου ενασχολήσεις, συνέτειναν, ώστε να εντρυφήσω σε ποιητές όπως οι Σαχτούρης, Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημουλά, Νικηφόρου, Γκανάς και Φωστιέρης. Πέντε από τους δημιουργούς που πραγματεύομαι εδώ με απασχόλησαν και στο παρελθόν, αλλά εν συνόψει και με άλλους όρους (Ο ποιητής και το ποίημα).

Τέλος η έκταση των δοκιμίων δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα, αλλά συναρτάται με τις απαιτήσεις των ίδιων των έργων και με τον τρόπο προσέγγισης. Όσο για τη σειρά παράθεσης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος γέννησης των ποιητών, στοιχείο που τους εντάσσει υπόρρητα στις τρεις γενιές του μεταπολέμου.


3 Αυγ 2017

Από την Άρτα, την Καστοριά, την Κω (τρία βιβλία πεζογραφίας)

*

Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, Η λιτανεία, εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα, 2016

Ένα πραγματικό γεγονός, η κατάρρευση του γεφυριού της Πλάκας από τις έντονες βροχοπτώσεις του 2015, και η κάλυψή του από έναν δημοσιογράφο που επισκέπτεται την Άρτα, αποτελεί την αφορμή για την αφήγηση της μίας από τις δύο ιστορίες που συγκροτούν το μυθιστόρημα του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη Η λιτανεία και εκτυλίσσονται παράλληλα η μία με την άλλη. Ο τόπος, τα έθιμα, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, οι φόβοι, οι ελπίδες, ο έρωτας, η Εκκλησία, η μνήμη, και, κυρίως, ως βουβός πρωταγωνιστής, ο ποταμός Άραχθος και οι πλημμύρες που προκαλούσε και προκαλεί. Η πόλη της Άρτας στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα και η ίδια πόλη περίπου έναν αιώνα πριν, με βάση στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα του συγγραφέα σε πηγές της εποχής. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει τις αλλαγές που επέφερε ο χρόνος, αλλά και τα στοιχεία που παρέμειναν αναλλοίωτα. Οι δύο ιστορίες ξεδιπλώνονται εναλλάξ, ενώ σχετίζονται και θεματολογικά. Η εξέλιξη της καθεμίας γίνεται γραμμικά. Ο τρόπος που σχηματοποιούνται από την αρχή οι χαρακτήρες, δεν αφήνει περιθώρια για ανατροπές και “εκτροπές”. Σε αυτό συμβάλλει και το γενικό αφηγηματικό πλαίσιο, που εκτός από μυθοπλαστικό, είναι ταυτόχρονα και ιστορικό, επομένως οριοθετημένο εκ των προτέρων. Έτσι, το φούσκωμα του ποταμιού, που προκαλεί πλημμύρες και καταστροφές, διάλυση εκ των έσω, σπάσιμο των ορίων και καταστάσεις απρόβλεπτες, δεν βρίσκει την αναλογία του στους ανθρώπινους χαρακτήρες του βιβλίου, που παραμένουν ως το τέλος εγκλωβισμένοι στο αρχικό σχέδιο πλεύσης του συγγραφέα. Η εξέλιξη και η κίνηση αφορούν το ιστορικό-πραγματολογικό μέρος της αφήγησης και όχι τόσο τον εσωτερικό κόσμο των προσώπων. Ο συγγραφέας δεν αναλύει τους χαρακτήρες αλλά τους περιγράφει. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, αλλά η μικρή του έκταση αφήνει μία αίσθηση γρήγορου τέλους.

*

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Η αλεπού της σκάλας, εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2015

Μικρές ιστορίες με ασυνήθιστη θεματολογία. Η αφήγηση, στα σύντομα αυτά κείμενα, ξεδιπλώνεται σε επάλληλους (υπάλληλους) κύκλους: στην αρχή μία εικόνα ή ένα γεγονός του παρόντος, στη συνέχεια συνειρμοί, μνήμες, εικόνες του παρελθόντος, ξανά συνειρμοί, και σε αρκετές περιπτώσεις επιστροφή στο παρόν. Από το τώρα στο τότε, από την εικόνα στη σκέψη, από το βλέμμα και το επιφανειακό βίωμα στη μνήμη που σιγοκαίει μέσα μας. Κείμενα χωρίς κέντρο βάρους, γραμμένα χωρίς σκοπιμότητα, κείμενα αφιερωμένα στη Γραφή. Σε μερικές ιστορίες ο συγγραφέας (Ηλίας Παπαμόσχος, Καστοριά, 1967), αφού καταφέρει να σκηνοθετήσει ένα σχετικά ολοκληρωμένο πλαίσιο, ξαφνικά δραπετεύει από αυτό, σαν να μην ενδιαφέρεται τόσο για την ιστορία που αφηγείται καθεαυτή όσο για την αλλαγή, το ξάφνιασμα, την πρόκληση της έκπληξης και την κατάργηση του αρχικού πλαισίου, πριν εγκαταλείψει το κείμενο. Ζώα θηράματα και άνθρωποι θηρευτές, μνήμες και αναμνήσεις θηρευτές και άνθρωποι θηράματα. Άνθρωποι και ζώα εναλλάσσονται στις σελίδες του βιβλίου, με το άωρο και απρόβλεπτο του θανάτου να πλανάται πάνω από τις λέξεις.

* 

Φώτης Θαλασσινός, Θα μπεις σ' έναν κόσμο, εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2017

Στο βιβλίο του με τίτλο Θα μπεις σ' έναν κόσμο ο Φώτης Θαλασσινός (Κως, 1977) μιλά για τα πρόσωπα του κόσμου του, της φαντασίας του, της καθημερινότητάς του και για εικόνες και λέξεις που τον συνοδεύουν στην ατέλειωτη μοναξιά του. Αντικρίζει με έναν σπάνιο τρόπο τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν ή που συναντά τυχαία, σαν να πρόκειται για παράξενα όντα ή για πρόσωπα μίας σκοτεινής μυθολογίας. Ο Φώτης Θαλασσινός εκθέτει με συντομία σκέψεις που περιστρέφονται γύρω από τις έννοιες του καλού και του κακού, και λίγο μετά τις εγκαταλείπει, χωρίς να νιώθει την ανάγκη να τις υποστηρίξει περαιτέρω στον αναγνώστη. Έτσι οι σκέψεις δεν προλαβαίνουν να αποκτήσουν την ακαμψία και τη συμπαγή δομή των συλλογισμών. Με αναφορές στην ερωτική του ζωή και στη χριστιανική του πίστη, με το βλέμμα του να κατευθύνεται εκεί όπου άλλοι δεν θα κοιτάξουν ποτέ, και με έκφραση που κινείται -σαν εκκρεμές- μεταξύ της σαφήνειας και της απροσδιοριστίας, το βιβλίο αποτελεί, ως σύνολο, ένα “λογοτεχνικό εύρημα” του συγγραφέα. Άλλοτε ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων του περιβάλλοντος και άλλοτε προβάλλοντας ένα ισχυρό εγώ σε πρόσωπα, ζώα και πράγματα, εξομολογείται στους αναγνώστες τα πάθη του, χωρίς να περιμένει την κατανόησή τους ή να προσδοκά την επιείκειά τους. Η γραφή μοιάζει να λειτουργεί για τον ίδιο θεραπευτικά και αναζωογονητικά. Και ακόμη περισσότερο η συνειρμική γραφή, όπως τη συναντάμε σε κάποιες σελίδες του βιβλίου. Ο συγγραφέας-αφηγητής είναι και συμπρωταγωνιστής σε όλες σχεδόν τις ιστορίες, με το βλέμμα του και την ακοή του να λειτουργούν ως συνεκτικός δεσμός ανόμοιων πραγμάτων και καταστάσεων. Περισσότερο μου άρεσαν τα κείμενα με τους τίτλους “Ζυράννα” και “Να ριζώσω κάπου”.

Διονύσης Στεργιούλας

8 Ιουν 2017

Εγκλεισμός και ελευθερία

[Παναγιώτης Ράμμης, Η Εκδίκηση και η Λήθη, εκδ. Κουκούτσι, Αθήνα 2015]


Το μυθιστόρημα Η Εκδίκηση και η Λήθη αποτελεί ένα είδος συνέχειας του προηγούμενου βιβλίου του συγγραφέα, με κοινό πρωταγωνιστή, όχι όμως και κοινό παρονομαστή. Ο εγκλεισμός, είτε κυριολεκτικά, όπως στο δωμάτιο ενός ψυχιατρείου, είτε μεταφορικά ή και πιο ουσιαστικά, στον κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρο, στα προσωπικά αδιέξοδα και στο πλαίσιο που έχουν ορίσει το παρελθόν και η μνήμη, είναι η έννοια που διαχέεται παντού στο βιβλίο. Με επιρροές από τον Πλάτωνα, τον Κάφκα, τον Αντώνη Σαμαράκη, ίσως και τον Γιόζεφ Ροτ, με αναφορές στον κινηματογράφο και σε δημιουργούς κόμικς, το μυθιστόρημα διερευνά τις δυνατότητες προσωπικής έκφρασης και ελευθερίας μέσα σε δομές και μηχανισμούς που αντιμετωπίζουν τον άνθρωπο ως πιόνι και τις ανθρώπινες κοινωνίες ως πηγή εσόδων.

Το περιεχόμενο είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτικό, με εκτενείς αναφορές στα -άλλοτε υπαρκτά και άλλοτε ανύπαρκτα- όρια μεταξύ εκείνων που κυβερνούν και εκείνων που επενδύουν μέσω των επιχειρήσεών τους: “Αλλά πώς να πείσεις ένα ολόκληρο έθνος που βαυκαλίζεται. Μια μάζα υπνωτισμένη, τρομακτικά επικίνδυνη στις αντιδράσεις της. Στην καλύτερη περίπτωση θα με περνούσαν για τρελό.” (σ. 111). Για τον συγγραφέα η ανθρώπινη φύση είναι η αιτία όλων των προβλημάτων που σχετίζονται με κάθε δυναστική μορφή εξουσίας, αλλά ταυτόχρονα και η μόνη ελπίδα για διαφυγή. Η περιγραφή της φανερής ή υποβόσκουσας βίας, που ασκείται από ομάδες και πρόσωπα που επιχειρούν να ελέγξουν, για δικό τους όφελος, τον ρου των πολιτικών και ιστορικών εξελίξεων, είναι συνεχής και αναλυτική. Ίσως αυτή η υπέρμετρη βία είναι ο λόγος της σχεδόν πλήρους απουσίας γυναικείων προσώπων από το έργο.

Η εστίαση είναι εσωτερική, στις σκέψεις των προσώπων -και ιδιαίτερα του βασικού ήρωα- και στις κρυφές επιθυμίες και τους στόχους τους, ενώ οι περιγραφές της φύσης και του τοπίου λιγοστές. Η εξέλιξη της κεντρικής ιστορίας γίνεται με αργό ρυθμό και με πολλές εμβόλιμες παρατηρήσεις κοινωνιολογικού και φιλοσοφικού χαρακτήρα από τον συγγραφέα-αφηγητή, με αποτέλεσμα να περιορίζεται μερικώς η αναγνωστική απόλαυση και παράλληλα να ωθείται ο αναγνώστης σε σκέψεις και προβληματισμούς.

Σε όλα τα επίπεδα της αφήγησης και της σκηνοθεσίας ο αέρας μοιάζει να είναι μολυσμένος από τον φόβο, την καχυποψία, την έλλειψη ελπίδας και προοπτικής και το ασφυκτικό πλαίσιο που ορίζεται από τους οικονομικά ισχυρούς. Οι ήρωες κινούνται σαν χάρτινες μορφές σε ένα περιβάλλον που αποτελεί διαρκή απειλή. Ακόμη και η βόλτα στην πόλη είναι ένας εφιάλτης: “Πώς μπορεί κάποιος να προστατευθεί από τις εκατοντάδες αντανακλάσεις των φωτεινών επιγραφών;” (σ. 100). Ο πρωταγωνιστής, επιθυμώντας να ξεφύγει από τις τύψεις που έρχονται από το παρελθόν του και να εκδικηθεί εκείνους που τον χρησιμοποίησαν, ετοιμάζει, όπως ο Δαίδαλος, τα δικά του φτερά για την ελευθερία, που θα έλθει, στην περίπτωσή του, με την προσφορά της ίδιας του της ζωής. Ωστόσο, όπως προηγουμένως αποτελούσε το πιόνι μιας εξουσίας που τον υπερέβαινε, έτσι στην πορεία γίνεται έρμαιο της δίψας του για εκδίκηση, εγκλωβισμένος πλέον όχι σε απρόσωπους μηχανισμούς αλλά στο εγωκεντρικό του σύμπαν. 
Διονύσης Στεργιούλας


12 Μαΐ 2017

"Ένα βιβλίο, Ένα ταξίδι"... 25 χρόνια


Την Κυριακή 14 Μαΐου, στις 8 μ.μ., στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης [Αίθουσα Νότος | Περίπτερο 13], θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση για τη συμπλήρωση 25 ετών αδιάλειπτης προβολής της εκπομπής του Στέλιου Λουκά "'Ενα βιβλίο, Ένα ταξίδι" από τη συχνότητα της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης (TV100). 

Στην εκδήλωση θα μιλήσουν οι εξής διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί, πεζογράφοι και ποιητές: Γιάννης Ατζακάς, Παναγιώτης Γούτας, Νίκος Δαββέτας, Σταύρος Ζαφειρίου, Χρήστος Ζαφείρης, Ιωάννης Καζάζης, Δημήτρης Κόκορης, Θωμάς Κοροβίνης, Έλσα Κορνέτη, Ηλίας Κουτσούκος, Χλόη Κουτσουμπέλη, Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Σαμουήλ Μπισσάρας, Ζωή Σαμαρά, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης, Αλέξης Σταμάτης, Φίλιος Στάγκος, Διονύσης Στεργιούλας, Ιωάννης Τζιφόπουλος, Κώστας Χατζηαντωνίου

Παρουσίαση-συντονισμός: Στέλιος Λουκάς



24 Απρ 2017

Ζωή Σαμαρά: "Ο εχθρός της θεωρίας"




Όχι μονάχα σκηνοθέτες –πράγμα που θα ήταν ευνόητο– αλλά και πολλοί θεατρολόγοι αρνούνται να δεχθούν ότι το θέατρο, ως δραματικός και σκηνικός λόγος, μπορεί να γίνει αντικείμενο ανάλυσης, αντιτάσσοντας την ανάλυση στην τέχνη και ξεχνώντας ότι αναφέρονται σε ένα φιλοσοφικό όρο. Εντούτοις, αναλύω δεν υπονοεί μόνο «κατακερματίζω». Σημαίνει επίσης: πραγματοποιώ μια κίνηση επιστροφής στις πρώτες αιτίες∙ ανατρέχω από το συμπέρασμα στη θεμελιώδη αρχή. Η διαδρομή από το θέαμα στη θεωρία του διασαφηνίζει τις αρχές του θεάματος και μας επιτρέπει να το ανανεώνουμε αδιάκοπα. Μας επαναφέρει στις ρίζες και μας τοποθετεί μπροστά σε ένα θέατρο-λόγο εξελιγμένο σε θέατρο-πράξη. Όταν ο Στανισλάφσκι αναλύει το έργο πριν το μετουσιώσει σε παράσταση, η ίδια η πρακτική του θεάτρου, και όχι ο λόγος, καθοδηγεί τη σκέψη του. Το ίδιο και ο Vitez, σε μια αντίστροφη πρακτική: ζητεί από τους ηθοποιούς του να παίξουν απευθείας στη σκηνή, χωρίς να έχουν πρώτα διερευνήσει το κείμενο, αντλώντας το νόημα του έργου ευθέως από τη θεατρική πράξη. Αλλά ο σκηνοθέτης που πιστεύει ότι το έργο πρέπει να διαβάζεται πριν ανέβουν οι ηθοποιοί πάνω στη σκηνή θα κέρδιζε πολλά αν είχε στην ομάδα του ένα θεωρητικό του θεατρικού κειμένου. Όσο το θέατρο θα χρησιμοποιεί κείμενα, η συνεργασία με τους θεωρητικούς θα είναι απαραίτητη.

Προτείνω επομένως μια αστυνομική έρευνα για να απαντήσουμε στο ερώτημα: Ποιοι είναι οι δολοφόνοι «χωρίς πληρωμή» της Θεωρίας;

Καταρχάς, η ορολογία, αν είναι περιττή και δυσνόητη, κυρίως η ασάφεια και η σύγχυση που ενδεχομένως θα προκύψουν από αυτήν. Γράφοντας για το θέατρο με τρόπο ξένο προς τη φύση του, αντικαθιστώντας την πρωτογενή του τέχνη με την επαναλαμβανόμενη ρουτίνα, το υποχρεώνουμε να σωπάσει, αντί να το προκαλέσουμε να μιλήσει και, στη συνέχεια, να δράσει. Ιδού ίσως γιατί οι τρεις θεατρολόγοι στον Αυτοσχεδιασμό της Αλμά, ονομάστηκαν από τον Ιονέσκο Βαρθολομαίοι: ίδια στρατηγική, ίδιο όνομα. Όπως στο θέατρο, ο χαρακτήρας του «προσώπου» αντικαθιστά το όνομα. Προσοχή, ωστόσο. Υπογραμμίζω τα δύο επίθετα που χρησιμοποιώ για να προσδιορίσω την ορολογία όπως εμφανίζεται σε πολλές «θεωρητικές» μελέτες, προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, καθώς είναι φανερό ότι χωρίς ορολογία ο επιστημονικός λόγος χάνει την ακρίβειά του.

Άλλος δολοφόνος της Θεωρίας: η ρητορική η επονομαζόμενη σοφιστική, ολοζώντανη σήμερα περισσότερο από ποτέ. Έχει την ιδιότητα να τραβά την προσοχή μας στο σχόλιο και όχι στο έργο. Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να παραγάγει ένα λόγο περισσότερο φιλοσοφικό παρά κριτικό, έναν αυτόνομο λόγο, αλλά θα μπορούσε εξίσου να ξεπεράσει τα όριά της, να μη διστάσει να συναγωνιστεί το έργο, να του επιβάλει σιωπή, να το αντικαταστήσει τελικά με έναν παραληρηματικό λόγο, που δεν έχει καμία σχέση με το ίδιο, αλλά ούτε και με το ερωτικό παραλήρημα, που εκπηγάζει από την Αφροδίτη και τον Έρωτα, και στο οποίο αναφέρεται ο Σωκράτης στο Φαίδρο (265b).

Ένας ακόμη δολοφόνος της Θεωρίας: η αμιγώς εγκεφαλική γνώση, συχνά επιφανειακή. Ο Edward Albee παίζει με αυτό το φαινόμενο στο Marriage Play, αποδίδοντάς το στην ημιμάθεια και παραθέτοντας το απόφθεγμα του Alexander Pope: «A little learning is a dangrous thing» (The Essay on Criticism). Είναι αλήθεια ότι η μη διαισθητική γνώση γεννά το δογματισμό, σε ένα λόγο που ξεχειλίζει από βεβαιότητα και καταλήγει σε χάσμα ανάμεσα σε όσα υπόσχεται μια θεωρητική ανάγνωση και τις κοινοτοπίες τις οποίες τελικά «ανακαλύπτουμε». Ένας τέτοιος λόγος συνοδεύεται συχνά από ένα θαυμασμό χωρίς όρια για τη θεωρία, πράγμα που δείχνει έλλειψη κριτικής σκέψης. Προφανώς δεν αναφέρομαι εδώ στους θεωρητικούς αλλά στους θεωρητικολόγους, εκείνους που δεν λαμβάνουν υπόψη τους την κριτική που ασκείται στη θεωρία, κυρίως εκείνη που υποδεικνύει ότι κάθε θεωρητικό σύστημα είναι φιλοσοφικό σύστημα∙ οφείλει επομένως να έχει συνοχή και όταν ακόμη υμνεί την ανατροπή της συνοχής. Στις μελέτες τους, από επανάσταση που ήταν, η θεωρία κατέληξε να γίνει δικτατορία.

Δεν είναι προορισμός της θεωρίας να εξουδετερώνει την έκπληξη που κρύβεται μέσα στο έργο. Καθώς η τέχνη είναι αναμφισβήτητα πιο ισχυρή από τη θεωρία της1, την ανατρέπει ακατάπαυστα ή παίζει μαζί της κρυφτό. Η απόδειξη είναι ότι μεγάλοι δραματικοί ποιητές δεν απαξιώνουν τη θεωρία, αλλά ούτε και χρησιμοποιούν υπάρχουσες θεωρίες. Γίνονται θεωρητικοί οι ίδιοι κάθε φορά που θέλουν να διακηρύξουν την επανάσταση που προετοιμάζουν. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό η καλύτερη θεωρία του θεάτρου να γράφεται από πρακτικούς. Και όταν ο Αριστοφάνης μιλά για τραγωδία, όπως στο τέλος των Βατράχων, είναι όπως κάθε άλλος κριτικός ή θεατής. Όμως, όταν σατιρίζει την κωμωδία, όπως στην αρχή του ίδιου έργου, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η σπίθα μιας ανατροπής της θεατρικής γραφής. Ο σχολιαστής και ο πρωτογενής συγγραφέας συγκρούονται, ενώ ο τελευταίος προβάλλει την πρωτοτυπία του δικού του εγχειρήματος: ο κωμικός ποιητής απορρίπτει τα στερεότυπα και επιτρέπει σε νέες φωνές να ακουστούν.

Ο Αριστοφάνης εμπαίζει τις συμβάσεις της κωμωδίας, υποστηρίζοντας την ελευθερία της τέχνης. Ο Μολιέρος είναι σκωπτικός απέναντι στους ηθοποιούς τού Hôtel de Bourgogne. Είναι υπέρ της φυσικής ερμηνείας. Αλλά αν ο συγγραφέας πάει λίγο πιο πέρα και το θέαμά του αναιρέσει τη θεωρία του, εμείς οι «θεωρητικοί» έχουμε πολλά να κερδίσουμε, γιατί η θεωρητική σκέψη μεταβάλλεται σε αρνητικό διακείμενο, διακείμενο ωστόσο2, του προϊόντος της τέχνης. Γινόμαστε τότε θεατές της γένεσης μιας αυθεντικής τέχνης, τη στιγμή που η θεωρία συνειδητοποιεί τα μειονεκτήματά της και εξυμνεί τη δύναμη που την εμπνέει. Ο θεωρητικός γίνεται πιο ταπεινός και συμμερίζεται την άποψη του Νίτσε: «Αν μιλάμε τόσο αφηρημένα για την ποίηση, είναι επειδή όλοι είμαστε κακοί ποιητές»3.

[...] Αν συμφωνούμε ότι δεν υπάρχει γραφή χωρίς τέχνη και ότι χωρίς ανάγνωση η γραφή είναι θνησιγενής, μπορούμε να προσθέσουμε ότι χωρίς θεωρητικό προβληματισμό, η ανάγνωση είναι μια προσωπική υπόθεση: δεν είναι συμβολική, δηλαδή για να χρησιμοποιήσω τη λέξη σύμβολο με τη νομική της χροιά στην Αρχαιότητα, δεν είναι μία συνθήκη ανάμεσα στις πόλεις. Ως αρχή που μας καθοδηγεί, οδηγητικός μίτος που μας βοηθά να διαλέγουμε τον τρόπο που μας χρειάζεται για να μελετήσουμε το έργο, η θεωρία βρίσκεται σε συνεχή διάλογο μαζί του. Αν θέλετε, το έργο είναι η θηλυκή αρχή, ενώ η θεωρητική αρχή είναι αρσενική. Γονιμοποιεί το έργο, αλλά το έργο είναι αυτό που γεννά τους καρπούς του φαντασιακού. 
Ζωή Σαμαρά
                                                                                             
1 Αυτό υποστηρίζω σε κάποιες μελέτες μου, χωρίς ωστόσο να ξεχνώ ότι η θεωρία εμπνέει και συνάμα εμπνέεται, χωρίς να περιορίζω τη δημιουργική ισχύ της. Βλ. κυρίως «Le langage des dieux», Παρουσία ΙΑ-ΙΒ (1997) σ. 66 και «Λογοτεχνία/Τεχνολογία», σ. 273-274. Παράδειγμα ο Μπρεχτ, του οποίου η θεατρικότητα είναι το αποτέλεσμα μιας διαλεκτικής ανάμεσα στις θεατρικές του θεωρίες και τα επικο-δραματικά του έργα.

2 Παραπέμπω στη σύντομη μελέτη μου Ο κατοπτρισμός του άλλου κειμένου, Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2003, σ. 52, 54, όπου ορίζω το διακείμενο σε αντίθεση με το δάνειο, αποκαλώντας το τελευταίο άμεση θέαση της κεφαλής της Μέδουσας.

3 Φρίντριχ Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας. Μετ. Ζήσης Σαρίκας. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2008, σ. 97.

[Απόσπασμα από το κείμενο της Ζωής Σαμαρά με τίτλο: "Ο εχθρός της θεωρίας". Από τον τόμο Ευτυχισμός. Τιμή στον Ερατοσθένη Γ. Καψωμένο. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2010]


22 Μαρ 2017

Εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του Θύμιου Καρακατσάνη

ΔΕΥΤΕΡΑ 27 ΜΑΡΤΙΟΥ 2017
[ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΘΕΑΤΡΟΥ]
ΣΤΟ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ «ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ»
ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΩΡΑ 8 ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Η εκπομπή της Δημοτικής Τηλεόρασης Θεσσαλονίκης «Ένα βιβλίο ένα ταξίδι» γιορτάζοντας τα 25 της χρόνια και το Πνευματικό Ίδρυμα «Υδρία» του Τάσου Αρβανιτάκη-Φάλκου και της Τιτίκας Αρβανιτάκη, που γιορτάζει 3 έτη προσφοράς, οργανώνουν εκδήλωση αφιερωμένη στη μνήμη του κορυφαίου ηθοποιού Θύμιου Καρακατσάνη, με την ευκαιρία της κυκλοφορίας από τις εκδόσεις Καλέντη του βιβλίου της Ρούλας Καρακατσάνη «Μάθημα σιωπής» και της συμπλήρωσης 5 χρόνων από τον θάνατο του σπουδαίου ηθοποιού και 30 από τον θάνατο του σκηνοθέτη και δημιουργού του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν.
 
Στην εκδήλωση θα μιλήσουν η σύζυγος του Θύμιου Καρακατσάνη και συγγραφέας Ρούλα Καρακατσάνη, ο συγγραφέας και πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης Ηλίας Κουτσούκος, ο στιχουργός Φίλιππος Γράψας και ο ηθοποιός του Κ.Θ.Β.Ε. Κώστας Σαντάς.

Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει η ηθοποιός και κόρη του Θύμιου Καρακατσάνη, Aλεξάνδρα.

Χαιρετισμό θα απευθύνουν: η διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, ο Γενικός Διευθυντής της ΔΕΠΘΕ (TV 100, FM 100, FM 100,6) Φίλιος Στάγκος και ο Πρόεδρος της «Υδρίας», καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Τάσος Αρβανιτάκης-Φάλκος.

Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης θα προβληθούν βίντεο από τη θεατρική πορεία του Θύμιου Καρακατσάνη, αποσπάσματα από συνέντευξή του στον Στέλιο Λουκά της 6/3/2010, ενώ μεγάλα ονόματα από τον χώρο του Θεάτρου και του Κινηματογράφου, όπως ο Γιώργος Κωνσταντίνου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, η Μάρθα Καραγιάννη, η Άννα Φόνσου, ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Τάσος Ψαράς, και ο πολιτικός Νικήτας Κακλαμάνης, θα μιλήσουν για τον αξέχαστο ηθοποιό.

Η εκδήλωση θα κλείσει με τον Θύμιο Καρακατσάνη να διαβάζει το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Μιλώ».

Παρουσιάζει και συντονίζει ο Στέλιος Λουκάς.
Χορηγός και υποστηρικτής της εκδήλωσης: